- χαριτία
- χαρῐτία, ἡ,A jest, joke, X.Cyr.2.2.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαριτία — χαριτίᾱ , χαριτία jest fem nom/voc/acc dual χαριτίᾱ , χαριτία jest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτία — ἡ, Α [χάρις, ιτος] χαριεντισμός, πείραγμα … Dictionary of Greek
χαριτίαν — χαριτίᾱν , χαριτία jest fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek